H Όλγα Μητσέλη προσεγγίζει την ζωγραφική με την καθαρότητα και την ειλικρίνεια ενός πρωτόπλαστου. Οι έντεχνα απλοϊκές συνθέσεις της διερευνούν με συστολή, ευγένεια και καλοσύνη ουράνιους και επίγειους παραδείσους καθώς το φυσικό και το μεταφυσικό συμπλέκονται αρμονικά αναγκάζοντας το θεατή να μετεωρίζεται διαρκώς ανάμεσα στο δέντρο της ζωής και το δέντρο της γνώσης.
Ζωγραφισμένα με απλά ή ακόμη και ευτελή υλικά τα έργα της Όλγας προσκαλούν τον θεατή στη μέθεξη ενός κόσμου γεμάτου αρμονία. Το σχέδιο ρέει ομαλά προσφέροντας δυναμισμό και ζωντάνια στην εικόνα, η χαρακτηριστική λεπτή πινελιά περιγράφει ένα στερέωμα υπομονής και επιμονής, η ήσυχη, μελωδική χρωματική γκάμα απηχεί ήχους ιμπρεσιονιστικούς και ένα σχεδόν μεταφυσικό λυρισμό κατεβασμένο από παλιό εικονοστάσι. Η καλλιτέχνης έχοντας διανύσει σιωπηλά και αθόρυβα τον δύσκολο δρόμο μιας πολυετούς έρευνας και αναζήτησης μοιάζει να έχει πλέον κατασταλάξει στην οριστική δημιουργική της ταυτότητα. Η ζωγραφική της απλή, καθαρή, αναγνωρίσιμη αφήνει το φωτεινό της στίγμα στο εικαστικό στερέωμα.
Στα έργα της άγγελοι γεμάτοι σιωπή και μυστήριο πλημμυρίζουν με φως τοπία και χώρους μυσταγωγικούς. Μορφές αιθέριες και ανάλαφρες, όντα υπερβατικά και συνάμα παρουσίες οικείες και γνώριμες που θυμίζουν πρόσωπα καθημερινά, αγαπημένους ανθρώπους που ανεπιφύλακτα στέκονται δίπλα μας, μας συμπαραστέκονται, μας αγαπούν, μας βοηθούν, μας στηρίζουν. Μοιάζουν με φύλακες και προστάτες του αιώνιου, στοχαστές του αθέατου και ταυτόχρονα με ταπεινούς συντρόφους και συνοδοιπόρους της θνητής μας ζωής. Μετωπικά στραμμένοι προς τον θεατή, στέκουν στοχαστικοί και γεμάτοι περίσκεψη, άλλοτε παρακολουθούν σιωπηλά ευλογώντας με την μουσική και τη σαγήνη τους τον ανθρώπινο κόσμο και άλλοτε κοιτούν κατάματα τον παρατηρητή προσκαλώντας τον σε ταξίδια πνευματικά και εμπειρίες πρωτόγνωρες. Με λαμπρές, ανοιχτές φτερούγες, ιριδίζοντα ιμάτια και πρόσωπα, σε γήινους, σκούρους τόνους, που παραδόξως φεγγοβολούν γεμάτα μυστήριο, μας συνεπαίρνουν με την παραδεισένια ευγένειά τους απηχώντας συχνά μια αδιόρατη μελαγχολία.
Πλάι στους αγγέλους ερημικά νησιά και σιλουέτες μοναχικών βράχων παραπέμπουν στην χαμένη Εδέμ που η δημιουργός αναζητά στα ευδαιμονικά όνειρά της συμπληρώνοντας με την ομορφιά και τα χρώματά τους το μεγαλείο μιας εξωπραγματικής, υπερκόσμιας πραγματικότητας που υπενθυμίζει την ομορφιά της φυσικής αρμονίας και το ατέρμονο των μοτίβων της ζωής. Τοπία ουτοπικά και παράξενα στέκουν ανάμεσα στο σταθερό γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας αλλάζοντας διαρκώς σχήμα και χρώμα και εντυπωσιάζουν με την λυρική χροιά αλλά και τον δυναμισμό τους που επιβεβαιώνει τη διαύγεια και την φρεσκάδα της εμπειρικής σύλληψης.
Τέλος αφηγήσεις που παραπέμπουν στο λίκνο του ανθρώπινης μυθιστορίας, σε εποχές παλιές και ξεχασμένες – τότε που στους κήπους έσκαγαν τα ρόδια και οι καρδιές έμοιαζαν με ώριμα φρούτα στο πανέρι και μοσχοβολιστό καρβέλι ψωμί – μας προσκαλούν σε ένα κόσμο ταπεινότητας, ευγένειας, πραότητας και θαλπωρής υπενθυμίζοντάς μας πως, όσο και αν αλλάξουν οι καιροί, όσο και αν δυσκολέψουν οι κοινωνικές συνθήκες και οι ανθρώπινες σχέσεις, στον κήπο της τέχνης πάντα θα ανθίζει η άνοιξη.
Ελένη Κάρτσακα
Εικαστικός- Ιστορικός Τέχνης
PhD Σημειωτικής